Η Gayle Rubin, το 1975, προσφέρει μια από τις πρώτες θεωρητικές προσεγγίσεις της πολιτικής διάστασης των διαδικασιών μέσω των οποίων το φύλο και η σεξουαλικότητα παράγονται ως πολιτισμικά ιδιώματα, σωματικές ιδιότητες και κοινωνικές ταυτότητες. Προσφέρει μια διεξοδική ανάλυση του συστήματος «βιολογικού/κοινωνικού φύλου»: τον πολιτισμικό μηχανισμό που παράγει ιεραρχικά τοποθετημένα και ετεροφυλικά προδιατεθειμένα έμφυλα υποκείμενα. Αυτός ο μηχανισμός, «σμίλευσης της σεξουαλικότητας», τόσο ψυχικά εγγεγραμμένος όσο και θεσπισμένος στο πλαίσιο της αναπαραγωγικής οικογένειας και της επιβεβλημένης ετεροφυλοφιλίας, καθιστά τον κοινωνικό και σεξουαλικό δεσμό ανάμεσα σε δύο διακριτά, σχεσιακά και συμπληρωματικά φύλα στο πλαίσιο της ετεροφυλοφιλικής γαμήλιας ένωσης θεμελιώδη μονάδα της ανθρώπινης κοινωνίας (Αθηνά Αθανασίου, Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική, εκδ. Νήσος). Η συγκεκριμένη ανάλυση της Rubin θεωρείται σήμερα ένα κλασσικό άρθρο φεμινιστικής θεωρίας (“The traffic in women: Notes in the political economy of sex”) ενώ κατείχε πρωτοποριακό ρόλο κατά τη δεκαετία του ’70.
Ασφαλώς τη περίοδο εκείνη, δεν είχε αναπτυχθεί ακόμη το αίτημα της ομοφυλοφιλικής κοινότητας για θέσπιση του γάμου μεταξύ ομόφυλων ανθρώπων. Ένα αίτημα που δίνει το δικαίωμα σε κάθε κράτος ή ένωση κρατών, βλέπε ΕΕ, να προβάλλει το φιλελεύθερο προσωπείο της παροχής δικαιωμάτων σε επί μέρους ομάδες διεκδίκησης. Μια προβολή που αποκρύπτει την ισχυροποίηση των δομικών λειτουργειών του κράτους, αφού εμφανίζεται ως ο φορέας εκείνος που θα παράσχει τη νομιμοποίησή του στο α ή β αίτημα. Ταυτόχρονα, αναπτύσσει μια ολόκληρη ρητορική για την εξέλιξη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και αποδοχής του διαφορετικού. Εμφανίζεται ως ο προστάτης εκείνων που χρειάζονται την αλληλεγγύη και τα δικαιώματα. Ο μηχανισμός εκείνος που παρατηρεί, αναλύει και αφουγκράζεται την κοινωνία, πάντα μέσα στο δικό του πλαίσιο ανάλυσης ακόμη και όταν εμφανίζεται το πλέον προωθημένο. Και ο τομέας της σεξουαλικότητας προσφέρεται για ειδικές προσεγγίσεις με προοδευτικό μανδύα. Ο Μ. Φουκώ σημείωνε στην Ιστορία της σεξουαλικότητας: «Με τον όρο εξουσία, νομίζω πως πρέπει καταρχήν να εννοούμε το πλήθος των σχέσεων δύναμης που ενυπάρχουν στον χώρο όπου ασκούνται και είναι συστατικές της οργάνωσής τους. Το παιχνίδι που μέσα από αδιάκοπους αγώνες και συγκρούσεις τις μεταμορφώνει, τις ενδυναμώνει, τις αντιστρέφει. Τα στηρίγματα που αυτές οι σχέσεις δύναμης βρίσκουν αναμεταξύ τους έτσι που σχηματίζουν αλυσίδα ή σύστημα, ή, αντίθετα, τις αναντιστοιχίες, τις αντιφάσεις που απομονώνουν τη μια από την άλλη. Τις στρατηγικές τέλος, μέσα στις οποίες ενεργοποιούνται και που το γενικό τους σχέδιο ή η θεσμική τους αποκρυστάλλωση υλοποιούνται στους κρατικούς μηχανισμούς, στη διατύπωση του νόμου, στις κοινωνικές ηγεμονίες». Είναι οι περιπτώσεις εκείνες, που προσπάθειες και αγώνες με απελευθερωτικά, για τον άνθρωπο, χαρακτηριστικά ευτελίζονται μέσα σε κανονιστικά πρότυπα που έχουν θεσμοθετηθεί εδώ και αιώνες. Να αποτελεί επιδίωξη και επιτυχία η νομική κατοχύρωση του γάμου, της οικογένειας, της τεκνοθεσίας. Ό,τι ήταν αντικείμενο κριτικής για τον κλασσικό φεμινισμό, στο πρώτο και κυρίως στο δεύτερο κύμα, μεταξύ της σχέσης «άνδρα» και «γυναίκας» και των θεσμών που έχουν αναπτυχθεί, να αποτελεί αίτημα για μέρος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας διεθνώς. Και αυτή είναι η μια όψη.
Η δεύτερη όψη αφορά την έννοια της σεξουαλικότητας, η οποία συνδέθηκε σημαντικά με τη τελευταία συζήτηση περί «ταυτότητας φύλου». Μια συζήτηση η οποία υποβάθμισε έννοιες και προβληματισμούς σε ζητήματα «κοινωνικού φύλου», «σώματος» κ.λπ., αλλά περιορίστηκε στο να συνδέσει αποκλειστικά και μοναδικά την σεξουαλικότητα και τις προτιμήσεις του κάθε ανθρώπου με δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού και έκφρασης. Κατ’ αρχάς, ο,τιδήποτε δίδεται ως πληροφορία στο Κράτος δεν πρέπει να μας κάνει περήφανους είτε αφορά οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα είτε σεξουαλικές προτιμήσεις. Ο άνθρωπος πιστεύουμε ότι δεν νιώθει καμία ικανοποίηση και ευχαρίστηση στο να «μοιράζεται» πληροφορίες για ο,τιδήποτε με τα κρατικά όργανα. Και γι’ αυτό δεν είναι ούτε επιτυχία ούτε κατάκτηση και ελευθερία. Το αντίθετο μάλιστα. Το ουσιαστικό δεν είναι να δηλώνεις σε κρατικές υπηρεσίες αυτό που νιώθεις και αισθάνεσαι αλλά σε αυτούς που ενδιαφέρονται να σε ακούσουν και όχι απλώς να σε καταγράψουν. Δεν μπορεί η καταπίεση έκφρασης και οι πνιγηροί ψίθυροι να γίνονται ζητωκραυγές και παλαμάκια μέσα στα κοινοβούλια των γλοιωδών βουλευτών. Επιτυχία είναι η ελευθερία έκφρασης και προτίμησης, σεξουαλικής ή μη, να κατευθύνεται και να δομείται προς μια απελευθερωτική προοπτική για τον άνθρωπο και τη κοινωνία.
Άλλωστε, ιστορικά έχει φανεί ότι η εξουσία, σε οποιαδήποτε μορφή και εάν εμφανίζεται, ελέγχει το ζήτημα του σεξ μέσω των θεσμών της αλλά και των προτύπων και συμπεριφορών που προβάλλονται ποικιλοτρόπως. Και σημειώνει ο Φουκώ: «Ανάμεσα στην εξουσία και στο σεξ δεν καθιερώνεται ποτέ σχέση, παρά μονάχα με τρόπο αρνητικό: απόρριψη, αποκλεισμός, άρνηση, φραγμός ή ακόμα απόκρυψη ή προσωπείο. Η εξουσία δεν έχει τη «δύναμη» να κάνει τίποτε στο σεξ και στις ηδονές, εκτός από το να του λέει όχι. Αν φτιάχνει κάτι, είναι απουσίες και κενά. Εξαφανίζει στοιχεία, εισάγει ασυνέχειες, χωρίζει ότι είναι ενωμένο, χαράζει σύνορα. Οι ενέργειές της παίρνουν τη γενική μορφή του ορίου και της έλλειψης. Η εξουσία είναι, βασικά, εκείνο που υπαγορεύει στο σεξ τον νόμο του. Πράγμα που σημαίνει πρώτα-πρώτα ότι το σεξ βρίσκεται τοποθετημένο απ’ αυτήν κάτω από ένα καθεστώς δυαδικό: θεμιτό και αθέμιτο, επιτρεπόμενο και απαγορευμένο. Πράγμα που σημαίνει, παραπέρα, ότι η εξουσία ορίζει στο σεξ μια «τάξη» που λειτουργεί ταυτόχρονα σαν μορφή νοητότητας: το σεξ αποκρυπτογραφείται με βάση τη σχέση του προς το νόμο. Πράγμα που σημαίνει, τέλος, ότι η εξουσία δρα ορίζοντας τον κανόνα: η ενέργεια της εξουσίας πάνω στο σεξ γίνεται με τη γλώσσα ή μάλλον με μια πράξη Λόγου που, απ’ αυτό το ίδιο το γεγονός ό,τι εκφέρεται, δημιουργεί μια κατάσταση δικαίου. Μιλάει και είναι ο κανόνας». Η εξουσία ορίζει, αλλά πρωτύτερα για να νιώσουν και οι «πολίτες» δικαιωμένοι, έχει αφεθεί να αναπτυχθεί πεδίο λαμπρό στην διεκδίκηση δικαιωμάτων και «ελευθεριών».
Ασφαλώς, η εξουσία χρησιμοποιεί το σεξ και για την διευθέτηση εσωτερικών ζητημάτων όπως είναι οι περιπτώσεις του Στρος Καν του ΔΝΤ ή του Ζαχόπουλου του υπουργείου Πολιτισμού. Αποτελεί μια σταθερή συνταγή ώστε, με συνοπτικές διαδικασίες, άνθρωποι να διαπομπεύονται στην κατάλληλη χρονική στιγμή που η εξουσία αποφασίζει να αντικαταστήσει πρόσωπα ή/και πολιτικές. Και ασφαλώς το ίδιο θα διαπραχθεί και στο μέλλον σε περιπτώσεις που θα εμπλέκονται μέλη της LGBTQI κοινότητας.
Ό,τι προσφέρεται από την εξουσία, νομοθετικά με τη μορφή παραχώρησης ή «κατάκτησης» δικαιωμάτων, μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαπομπευθεί ή αντικατασταθεί. Διότι, ακόμη τον κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής κατέχει η κρατική εξουσία και αυτή ορίζει τα μέτρα και τα σταθμά. Οπότε, πάντα οφείλουμε να κρατάμε «μικρό καλάθι» για τα αποτελέσματα αυτών των «προχωρημένων» αποφάσεων, όχι μόνο γιατί αυτές διαμορφώνονται σε ένα εξουσιαστικό περιβάλλον αλλά επειδή, επίσης, πραγματική ελευθερία και δικαιώματα δεν μπορούν να υπάρξουν ουσιαστικά σε συνθήκες εξουσιασμού. Πολύ δε περισσότερο όταν αυτές οι «ελευθερίες» αναφέρονται σε μειοψηφικό κομμάτι του συνολικού πληθυσμού, με τη συσσωρευμένη καταπίεση αιώνων. Η κουλτούρα, οι συμπεριφορές, τα στερεότυπα είναι ισχυρότερα από πολλά νομοθετήματα που απλά εναρμονίστηκαν νομικά με τις επιταγές της σύγχρονης διεθνοποιημένης εποχής και του «political correct».
Μερικοί μπορεί να υποστηρίξουν ότι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στο κράτος σωστά αντανακλαστικά και ορθή διαχείριση στην αντιμετώπιση της «ταυτότητας φύλου», ότι δηλαδή «να μην το κατηγορούμε επειδή έπραξε το αυτονόητο». Να πούμε ξεκάθαρα ότι ο οποιοσδήποτε νόμος γίνεται από το Κράτος στόχο έχει την εξυπηρέτηση της δικής του κατάστασης και όχι της «κοινωνίας». Απλά, μερικές φορές συμπίπτει το «όφελος» μεταξύ των μερών (πολιτεία-πολίτες), ποτέ όμως τα κίνητρα και οι αιτίες. Δεν υπάρχει λόγος για αποσπασματικές και μονομερείς αναλύσεις, παρά μονάχα, το πώς θα διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε όλοι οι άνθρωποι να ζήσουμε πραγματικά ελεύθεροι και απολαμβάνοντας το σώμα και τη σεξουαλικότητα. Αυτή η ελευθερία δεν προσφέρεται με νομοθετήματα αλλά αποκτάται μέσω της ριζικής αναμόρφωσης/επανάστασης.
Το κάθε σώμα έχει την αρσενική και τη θηλυκή του πλευρά. Γνωρίζουμε ότι υπήρχαν κοινωνίες μητριαρχικές και ζούμε τις πατριαρχικές τούς τελευταίους αιώνες. Αλλά φυσικά στοχεύουμε να ζήσουμε σε κοινωνίες που δεν θα είναι ούτε μητριαρχικές ούτε πατριαρχικές, αλλά ισότιμες και που το φύλο δεν θα αποτελεί τη βάση της κοινωνικής δομής. Για δεκαετίες οι ανθρωπολόγοι μελετούσαν τις φυλές σε διάφορα μέρη του κόσμου μέσα από την ανδρική ματιά. Το ίδιο έπρατταν και οι αρχαιολόγοι σε διάφορα ευρήματα που ανακάλυπταν στον ελλαδικό χώρο. Η οπτική ήταν «ανδρική»… Μετά το δεύτερο κύμα «φεμινισμού» ξεκίνησε στο χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας και αρχαιολογίας μια πιο «αντικειμενική» ανάλυση στα δεδομένα που υπήρχαν. Αυτή η εξέλιξη έχει συνεισφέρει στο να γνωρίσουμε καλύτερα τα δίπολα: κοινότητες-κοινωνίες, φύση-πολιτισμός, κοινωνικό φύλο-βιολογικό φύλο. Και αυτή η διαρκής γνώση έρχεται να επιβεβαίωσει πολλά από τα κείμενα και τις ανησυχίες αναρχικών του 19ου αιώνα, όπου η φύση, οι κοινότητες και η αλληλεγγύη αποτελούσαν τον πυρήνα της σκέψης τους.
Γι’ αυτό, λοιπόν, εάν είμαστε αυτό που νιώθουμε δεν χρειαζόμαστε καμία επέμβαση της βιολογίας/ιατρικής και καμμία ορμονοθεραπεία. Και φυσικά δεν χρειαζόμαστε κανένα κράτος για να μας πιστοποιήσει αυτό που νιώθουμε…
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 177, Δεκέμβριος 2017