απο Βικιπαίδεια-wikipedia
ΛΟΑΤ (αγγλικά: LGBT) είναι ένα αρκτικόλεξο που προέρχεται από τις λέξεις Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Transgender, το οποίο μερικές φορές συναντάται και ως ΛΟΑΔ, ερμηνεύοντας τα transgender άτομα στην ελληνική γλώσσα ως διαφυλικά. Το διεθνές αρκτικόλεξο είναι LGBT ή GLBT (Lesbian, Gay, Bisexual και Transgender).
Σε χρήση από το 1990, ο όρος είναι μια προσαρμογή των αρχικών LGB, που αντικατέστησε τον όρο γκέι όσον αφορά τη γκέι κοινότητα στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι ακτιβιστές θεώρησαν ότι ο όρος γκέι κοινότητα" δεν αντιπροσώπευε επακριβώς εκείνους στους οποίους αναφερόταν.
Ο όρος αναφέρεται σε όλα τα άτομα εκτός των ετεροφυλοφίλων (heterosexual/straight) και των cisgender (ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται με το φύλο της γέννησής τους), καθώς αυτές οι ομάδες είναι αποδεκτές από την κοινωνία και δεν αντιμετωπίζουν ρατσισμό. Για να γίνει ορατή αυτή η συμπερίληψη, τελευταία χρησιμοποιείται μία νέα ποικιλομορφία στο αρκτικόλεξο, η οποία προσθέτει το γράμμα Κ για τα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως κουήρ (queer) ή questioning. Το ΛΟΑΤΚ (LGBTQ) εμφανίστηκε το 1996. Κάποιοι συμπεριλαμβάνουν τα ίντερσεξ άτομα, με αποτέλεσμα την επέκταση ΛΟΑΤΙ (LGBTI). Το αρκτικόλεξο μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνδυασμένα ως ΛΟΑΤΚΙ (LGBTQI).
Το αν αυτοπροσδιορίζονται ανοιχτά ως ΛΟΑΤ, αυτά τα άτομα, εξαρτάται από το πολιτικό σκηνικό του τόπου τους και από το αν ζουν σε ένα διακριτικό και μεροληπτικό περιβάλλον, ή απλά από την κατάσταση των ΛΟΑΤ δικαιωμάτων που υπάρχει στη χώρα που ζουν. Μία ανώνυμη διαδικτυακή έρευνα, έδειξε ότι οι περισσότεροι έφηβοι και νεαροί ενήλικοι αυτοπροσδιορίζονταν ως Questioning (άτομα που έχουν ερωτηματικά για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή το φύλο τους) σε σχέση με τις υπόλοιπες ΛΟΑΤΚ κατηγορίες. Αυτό ίσως αντανακλά την αβεβαιότητα και τις εξωτερικές πιέσεις που υπάρχουν γύρω από την ανθρώπινη σεξουαλικότητα.
Η έννοια της κάθε ονομασίας
Τα τρία πρώτα γράμματα ΛΟΑ αφορούν ομάδες που αντιμετωπίζουν διάκριση σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους.
Λεσβίες: γυναίκες που έλκονται αποκλειστικά από γυναίκες.
Γκέι: άνδρες που έλκονται αποκλειστικά από άντρες.
Αμφιφυλόφιλοι: άτομα που έλκονται και από τα δύο φύλα.
και το Τ αφορά άτομα που αντιμετωπίζουν διάκριση σχετικά με την ταυτότητα του φύλου τους.
Τρανς: άτομα που αυτοπροσδιορίζονται με διαφορετική ταυτότητα φύλου από το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση.
Ιστορία
Μέχρι την σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του '60 δεν υπήρχε συγκεκριμένη ονομασία που να περιγράφει τα άτομα που ανήκουν σε αυτές τις ομάδες εκτός από τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς της ετεροφυλόφιλης κοινωνίας. Ο χαρακτηρισμός αυτών των ατόμων ως τρίτο φύλο σταμάτησε να χρησιμοποιείται μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Καθώς οι άνθρωποι άρχιζαν να οργανώνονται για τα σεξουαλικά τους δικαιώματα χρειαζόντουσαν μια ονομασία που θα τους χαρακτηρίζει θετικά.
Η πρώτη ονομασία που χρησιμοποιήθηκε ομοφυλόφιλος (homosexual) θεωρήθηκε ότι μεταφέρει αρνητικό υπαινιγμό. Τις δεκαετίες του 50 και του 60, αντικαταστάθηκε από το homophile (ομόφιλος;) και ακολούθως από τη λέξη γκέι (gay) τη δεκαετία του 70. Ο προαναφερθείς όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την κοινότητα. Ο Lars Ullerstam προώθησε τη χρήση του όρου σεξουαλική μειονότητα τη δεκαετία του 60, ως αναλογία του όρου εθνική μειονότητα για τους μη λευκούς.
Όταν οι λεσβίες διεκδίκησαν περισσότερες ταυτότητες, η φράση γκέι και λεσβίες έγινε πιο γνωστή. Από τη στιγμή που η ισότητα ήταν προτεραιότητα για τις λεσβίες φεμινίστριες, ο διαχωρισμός των ρόλων μεταξύ ανδρών και γυναικών θεωρήθηκε πατριαρχικός. Οι λεσβίες φεμινίστριες απέφευγαν το παιχνίδι που έχει να κάνει με τους ρόλους των φύλων, κάτι που υπήρχε διάχυτο στα μπαρ, όπως επίσης και ο σωβινισμός των γκέι ανδρών. Πολλές από αυτές τις γυναίκες αρνήθηκαν να δουλέψουν με γκέι άνδρες. Οι λεσβίες που είχαν μία πιο ουσιοκρατική αντίληψη, που γεννήθηκαν ομοφυλόφιλες και χρησιμοποιούσαν το διακριτικό "λεσβία", συχνά θεωρούσαν τις σχισματικές και οργισμένες απόψεις των λεσβιών φεμινιστριών επιβλαβείς για το θέμα των γκέι δικαιωμάτων.
Οι μπάι και οι τρανς ζήτησαν επίσης αναγνώριση σαν νόμιμες κατηγορίες στην ευρύτερη κοινότητα της μειονότητας. Μετά την έξαρση της αλλαγής που οδήγησε σε ομαδική δράση στις καταστροφές του Stonewall στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του 70, κάποιοι γκέι και λεσβίες ήταν λιγότερο δεκτικοί με τους αμφισεξουαλικούς και τους τρανς. Οι κριτικές είπαν ότι οι transgender προωθούν στερεότυπα και ότι οι μπάι ήταν απλά γκέι άντρες και λεσβίες που φοβόντουσαν να εκδηλωθούν και να είναι ειλικρινείς με την ταυτότητά τους.
Από το 1988, οι ακτιβιστές ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν το αρκτικόλεξο ΛΟΑΤ στις ΗΠΑ. Τη δεκαετία του 1990 μέσω του κινήματος οι γκέι, οι λεσβίες, οι μπαισέξουαλ και οι τρανς διεκδίκησαν ίσο σεβασμό. Αν και η ΛΟΑΤ κοινότητα έχει αντιμετωπίσει πολλή αμφισβήτηση όσον αφορά την γενικότερη αποδοχή των διαφορετικών της μελών. (οι μπάι και οι τρανς συγκεκριμένα έχουν περιθωριοποιηθεί στο παρελθόν από την ευρύτερη ΛΟΑΤ κοινότητα), ο όρος ΛΟΑΤ έχει αποτελέσει ένα θετικό σύμβολο συμπερίληψης
ΛΟΑΤ (αγγλικά: LGBT) είναι ένα αρκτικόλεξο που προέρχεται από τις λέξεις Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Transgender, το οποίο μερικές φορές συναντάται και ως ΛΟΑΔ, ερμηνεύοντας τα transgender άτομα στην ελληνική γλώσσα ως διαφυλικά. Το διεθνές αρκτικόλεξο είναι LGBT ή GLBT (Lesbian, Gay, Bisexual και Transgender).
Σε χρήση από το 1990, ο όρος είναι μια προσαρμογή των αρχικών LGB, που αντικατέστησε τον όρο γκέι όσον αφορά τη γκέι κοινότητα στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι ακτιβιστές θεώρησαν ότι ο όρος γκέι κοινότητα" δεν αντιπροσώπευε επακριβώς εκείνους στους οποίους αναφερόταν.
Ο όρος αναφέρεται σε όλα τα άτομα εκτός των ετεροφυλοφίλων (heterosexual/straight) και των cisgender (ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται με το φύλο της γέννησής τους), καθώς αυτές οι ομάδες είναι αποδεκτές από την κοινωνία και δεν αντιμετωπίζουν ρατσισμό. Για να γίνει ορατή αυτή η συμπερίληψη, τελευταία χρησιμοποιείται μία νέα ποικιλομορφία στο αρκτικόλεξο, η οποία προσθέτει το γράμμα Κ για τα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως κουήρ (queer) ή questioning. Το ΛΟΑΤΚ (LGBTQ) εμφανίστηκε το 1996. Κάποιοι συμπεριλαμβάνουν τα ίντερσεξ άτομα, με αποτέλεσμα την επέκταση ΛΟΑΤΙ (LGBTI). Το αρκτικόλεξο μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνδυασμένα ως ΛΟΑΤΚΙ (LGBTQI).
Το αν αυτοπροσδιορίζονται ανοιχτά ως ΛΟΑΤ, αυτά τα άτομα, εξαρτάται από το πολιτικό σκηνικό του τόπου τους και από το αν ζουν σε ένα διακριτικό και μεροληπτικό περιβάλλον, ή απλά από την κατάσταση των ΛΟΑΤ δικαιωμάτων που υπάρχει στη χώρα που ζουν. Μία ανώνυμη διαδικτυακή έρευνα, έδειξε ότι οι περισσότεροι έφηβοι και νεαροί ενήλικοι αυτοπροσδιορίζονταν ως Questioning (άτομα που έχουν ερωτηματικά για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή το φύλο τους) σε σχέση με τις υπόλοιπες ΛΟΑΤΚ κατηγορίες. Αυτό ίσως αντανακλά την αβεβαιότητα και τις εξωτερικές πιέσεις που υπάρχουν γύρω από την ανθρώπινη σεξουαλικότητα.
Η έννοια της κάθε ονομασίας
Τα τρία πρώτα γράμματα ΛΟΑ αφορούν ομάδες που αντιμετωπίζουν διάκριση σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους.
Λεσβίες: γυναίκες που έλκονται αποκλειστικά από γυναίκες.
Γκέι: άνδρες που έλκονται αποκλειστικά από άντρες.
Αμφιφυλόφιλοι: άτομα που έλκονται και από τα δύο φύλα.
και το Τ αφορά άτομα που αντιμετωπίζουν διάκριση σχετικά με την ταυτότητα του φύλου τους.
Τρανς: άτομα που αυτοπροσδιορίζονται με διαφορετική ταυτότητα φύλου από το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση.
Ιστορία
Μέχρι την σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του '60 δεν υπήρχε συγκεκριμένη ονομασία που να περιγράφει τα άτομα που ανήκουν σε αυτές τις ομάδες εκτός από τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς της ετεροφυλόφιλης κοινωνίας. Ο χαρακτηρισμός αυτών των ατόμων ως τρίτο φύλο σταμάτησε να χρησιμοποιείται μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Καθώς οι άνθρωποι άρχιζαν να οργανώνονται για τα σεξουαλικά τους δικαιώματα χρειαζόντουσαν μια ονομασία που θα τους χαρακτηρίζει θετικά.
Η πρώτη ονομασία που χρησιμοποιήθηκε ομοφυλόφιλος (homosexual) θεωρήθηκε ότι μεταφέρει αρνητικό υπαινιγμό. Τις δεκαετίες του 50 και του 60, αντικαταστάθηκε από το homophile (ομόφιλος;) και ακολούθως από τη λέξη γκέι (gay) τη δεκαετία του 70. Ο προαναφερθείς όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την κοινότητα. Ο Lars Ullerstam προώθησε τη χρήση του όρου σεξουαλική μειονότητα τη δεκαετία του 60, ως αναλογία του όρου εθνική μειονότητα για τους μη λευκούς.
Όταν οι λεσβίες διεκδίκησαν περισσότερες ταυτότητες, η φράση γκέι και λεσβίες έγινε πιο γνωστή. Από τη στιγμή που η ισότητα ήταν προτεραιότητα για τις λεσβίες φεμινίστριες, ο διαχωρισμός των ρόλων μεταξύ ανδρών και γυναικών θεωρήθηκε πατριαρχικός. Οι λεσβίες φεμινίστριες απέφευγαν το παιχνίδι που έχει να κάνει με τους ρόλους των φύλων, κάτι που υπήρχε διάχυτο στα μπαρ, όπως επίσης και ο σωβινισμός των γκέι ανδρών. Πολλές από αυτές τις γυναίκες αρνήθηκαν να δουλέψουν με γκέι άνδρες. Οι λεσβίες που είχαν μία πιο ουσιοκρατική αντίληψη, που γεννήθηκαν ομοφυλόφιλες και χρησιμοποιούσαν το διακριτικό "λεσβία", συχνά θεωρούσαν τις σχισματικές και οργισμένες απόψεις των λεσβιών φεμινιστριών επιβλαβείς για το θέμα των γκέι δικαιωμάτων.
Οι μπάι και οι τρανς ζήτησαν επίσης αναγνώριση σαν νόμιμες κατηγορίες στην ευρύτερη κοινότητα της μειονότητας. Μετά την έξαρση της αλλαγής που οδήγησε σε ομαδική δράση στις καταστροφές του Stonewall στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του 70, κάποιοι γκέι και λεσβίες ήταν λιγότερο δεκτικοί με τους αμφισεξουαλικούς και τους τρανς. Οι κριτικές είπαν ότι οι transgender προωθούν στερεότυπα και ότι οι μπάι ήταν απλά γκέι άντρες και λεσβίες που φοβόντουσαν να εκδηλωθούν και να είναι ειλικρινείς με την ταυτότητά τους.
Από το 1988, οι ακτιβιστές ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν το αρκτικόλεξο ΛΟΑΤ στις ΗΠΑ. Τη δεκαετία του 1990 μέσω του κινήματος οι γκέι, οι λεσβίες, οι μπαισέξουαλ και οι τρανς διεκδίκησαν ίσο σεβασμό. Αν και η ΛΟΑΤ κοινότητα έχει αντιμετωπίσει πολλή αμφισβήτηση όσον αφορά την γενικότερη αποδοχή των διαφορετικών της μελών. (οι μπάι και οι τρανς συγκεκριμένα έχουν περιθωριοποιηθεί στο παρελθόν από την ευρύτερη ΛΟΑΤ κοινότητα), ο όρος ΛΟΑΤ έχει αποτελέσει ένα θετικό σύμβολο συμπερίληψης