Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

(Ε. Προτάσεις της ΟΛΚΕ)

www.olke.org

Ε. Προτάσεις της ΟΛΚΕ
Τα απαραίτητα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά της ρητορικής μίσους και ακόμα περισσότερο κατά των εγκλημάτων μίσους αφορούν κυρίως την δικαιοδοσία του υπουργείου Δικαιοσύνης. Βέβαια, υπάρχουν μέτρα που πρέπει να ληφθούν και αφορούν τόσο τα Μ.Μ.Ε. όσο και του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

1. Επέκταση του αντιρατσιστικού νόμου 927/1979
Το πρώτο μέτρο που πρέπει να ληφθεί είναι η επέκταση του νόμου 927/1979, ώστε να περιλαμβάνει τις περιπτώσεις του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας κοινωνικού φύλου. Την πρόταση για επέκταση του αντιρατσιστικού νόμου, ώστε να περιλαμβάνεται και ο σεξουαλικός προσανατολισμός έχει στηρίξει και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με απόφαση-γνωμάτευση της 16 Δεκεμβρίου 2004. Το θέμα έχει τεθεί πολλές φορές, μάλιστα η ΟΛΚΕ το μετέφερε στον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης κ. Χατζηγάκη τον Μάρτιο του 2008, όταν εκπρόσωποι της οργάνωσης συναντήθηκαν μαζί του. Δυστυχώς, αν και παραδέχθηκε την ανάγκη της νομοθετικής αλλαγής, δε δόθηκε η δέουσα προσοχή τότε από τα ΜΜΕ, καθώς, μαζί με το συγκεκριμένο ζήτημα, η ΟΛΚΕ έθεσε και μια σειρά άλλων θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του υπουργού, όπως το σύμφωνο συμβίωσης και ο πολιτικός γάμος.
Με τον καιρό, θα συνετιστούν και οι πιο ακραίοι αγορητές εναντίον της ομοφυλοφιλίας, γιατί τόσο οργανώσεις όσο και μεμονωμένα άτομα είναι πανέτοιμα να κάνουν χρήση του νόμου. Έτσι, θα σιγάσουν οι ακραίες φωνές και θα καταστεί δυνατό να γίνει σοβαρός διάλογος με επιχειρήματα για τις διεκδικήσεις της lgbt κοινότητάς και να περάσει από την αφάνεια στην διεκδίκηση. Ίσως έτσι, να γίνει και σοβαρός πολιτικός και κοινωνικός διάλογος, για να προβληθούν όλα όσα δεν προβάλλονται ενώ θα έπρεπε, όπως η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, η νομική ισότητα, η εξάλειψη των διακρίσεων στην εργασία, την παιδεία και την υγεία και η αποδοχή του διαφορετικού ως ισότιμου σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής.
Ο νόμος, βέβαια, πρέπει να επεκταθεί για να καλύπτει και άλλες ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες, που υφίστανται διακρίσεις για λόγους, όπως η αναπηρία, το φύλο, η ηλικία κ.α. Κάποια από αυτά τα κριτήρια ελπίζουμε να συμπεριληφθούν και λόγω ευρωπαϊκών εξελίξεων. Μια καλή αλλαγή θα ήταν επίσης και η μετατροπή του όρου «θρησκεύματος» σε «θρησκευτικές πεποιθήσεις», ώστε να καλύπτονται και οι άθεοι και οι αγνωστικιστές, μιας και δεν έχουν θρήσκευμα.

2. Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης
Πρέπει να υπάρξει καλύτερη και ουσιαστική εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος 77/2003 σχετικά με τον κώδικα δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών και αναμόρφωση του ΕΣΡ ώστε να μην γίνονται υποτιμητικές, ταπεινωτικές, κοροϊδευτικές και χλευαστικές  αναφορές σε ραδιόφωνο και τηλεόραση ή όταν γίνονται αυτές να μην μένουν ατιμώρητες. Η προαναφερθείσα απόφαση-γνωμάτευση της ΕΕΔΑ αναφέρει σχετικά:
Προτείνεται προς το ΕΣΡ, να παρέμβει άμεσα και δραστικά , ώστε σε όλο το φάσμα των εκπομπών της ελληνικής τηλεόρασης, να μην προβάλλονται εικόνες, κρίσεις και απόψεις που συνιστούν παραβίαση του σεβασμού στην προσωπικότητα και την υπόληψη των ΛΟΑΤ ή που συμβάλλουν αμέσως ή εμμέσως στην πρόκληση διακριτικής συμπεριφοράς και μεταχείρισης απέναντι τους. Εξυπακούεται πως θα πρέπει να εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις σε περίπτωση παραβιάσεων.

3. Βελτίωση διατάξεων για τα εγκλήματα μίσους (άρθρο 23 ν. 3719/2008)
Πρέπει να τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρου 23 του νόμου 3719/2008, για να περιλαμβάνεται και η ταυτότητα κοινωνικού φύλου. Εκτός αυτού, όμως, η διάταξη είναι ανεπαρκής για πολλούς λόγους. Κατά πρώτον, πρέπει να αναφέρεται όχι μόνο ο πραγματικός, αλλά και ο υποτιθέμενος από τον δράστη σεξουαλικός προσανατολισμός. Αν δηλαδή κάποια ετεροφυλόφιλη δεχτεί προσβολές, επειδή κάποιος νόμισε ότι είναι λεσβία, τότε κι αυτό θα πρέπει να θεωρείται έγκλημα μίσους. Με την ισχύουσα διάταξη η παραπάνω ετεροφυλόφιλη δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι υπέστη έγκλημα μίσους, καθώς ο νόμος αναφέρεται μόνο στον πραγματικό σεξουαλικό προσανατολισμό και ο δράστης δεν την προσέβαλε για αυτό, αλλά για τον σεξουαλικό προσανατολισμό που ο ίδιος υπέθεσε. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, ώστε να μπαίνει στο στόχαστρο του νόμου ο δράστης και η πρόθεσή του και να μην δημιουργούνται ειδικά δικαιώματα για την lgbt κοινότητα.. Έτσι, πρέπει να τιμωρείται η πρόθεση του δράστη να προσβάλλει κάποιον ή κάποια λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας κοινωνικού φύλου γενικά και όχι μόνο αν μαντέψει σωστά αυτά τα χαρακτηριστικά του θύματος.
Ακόμα, θα ήταν καλό να αναφέρεται συγκεκριμένο πλαίσιο αύξησης της ποινής, ώστε να μην αφήνεται το περιθώριο σε δικαστές να ευνοούν συμπεριφορές που ενδεχομένως να εγκρίνουν. Ακόμα θα ήταν πολύ χρήσιμο οι δίκες για εγκλήματα μίσους να γίνονται κεκλεισμένων των θυρών εφόσον αυτό ζητηθεί, ώστε να προστατεύεται και το θύμα και οι μάρτυρες από outing ή άλλες ανεπιθύμητες παρενέργειες, όπως η δημοσιοποίηση των στοιχείων τους. Τέλος δεν είναι σίγουρο ότι με την ισχύουσα διάταξη προστατεύεται αναλόγως και η περιουσία των ατόμων.

4. Καταγραφή περιστατικών ρητορικής και εγκλημάτων μίσους
Πρέπει να υπάρξει μέριμνα, ώστε να καταγράφονται τα περιστατικά ρητορικής και εγκλημάτων μίσους από ανεξάρτητη αρχή (π.χ. συνήγορος του πολίτη), που θα φροντίζει με ετήσια έκθεση να δημοσιεύει τα συμπεράσματά της τόσο στην Ελλάδα όσο και σε διεθνείς οργανισμούς και φορείς. Σαφώς, πρέπει να υπάρχει συνεργασία τόσο μα την αστυνομία, όσο και με τις ΜΚΟ, για να συντονίζεται καλύτερα η δράση τους. Τα προσωπικά δεδομένα και η ανωνυμία όσων προσφεύγουν ή κάνουν κάποια καταγγελία πρέπει να είναι απόλυτα σεβαστή. Η ανεξάρτητη αυτή αρχή οφείλει να παρακολουθεί και να ελέγχει κατά πόσο η αστυνομία και τα δικαστήρια προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες πράξεις ώστε να τιμωρούνται οι δράστες εγκλημάτων και ρητορικής μίσους και να αποδίδεται δικαιοσύνη. Η συνεργασία της δικαιοσύνης και της αστυνομίας και ο ρόλος που παίζουν πρέπει να αναφέρεται ρητά και διεξοδικά στην ετήσια έκθεση αυτής της ανεξάρτητης αρχής.
Όπως προαναφέραμε, η έκθεση αυτή πρέπει να διατεθεί σε ένα ευρύ φάσμα φορέων και ΜΚΟ, ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστή η κατάσταση, να καταγραφεί αν βελτιώνεται η επιδεινώνεται και ασκηθεί η πίεση που θα επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ανάμεσα σε αυτούς τους φορείς και θεσμούς είναι:
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Τα ελληνικά κόμματα εντός Κοινοβουλίου.
Η ελληνική κυβέρνηση και ιδιαίτερα το υπουργείο Δικαιοσύνης και το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες μέλη του Κοινοβουλίου, η διαρκής επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, η ειδική διαρκής επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, η ειδική μόνιμη επιτροπή Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδας
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα το Ανθρώπου.
Η Ελληνική Αστυνομία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και πιο συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιοσύνης, Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ιθαγένειας (επίτροπος Viviane Reding), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα lgbt δικαιώματα και η Υπηρεσία Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (FRA).
Το Συμβούλιο της Ευρώπης και συγκεκριμένα ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και συγκεκριμένα οι επιτροπές για την εφαρμογή των Συμβάσεων και τα όργανα των ειδικών διαδικασιών.
Οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως η ILGA-Europe, η Διεθνής Αμνηστία και το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκυ.
Ξένες οργανώσεις για τα δικαιώματα των lgbt.
Δημοσιογράφοι εγχώριων και ξένων Μ.Μ.Ε.
Πρεσβείες ξένων κρατών από τα οποία επισκέπτονται πολλές και πολλοί lgbt την Ελλάδα ως τουρίστες.
Όσο δεν καταγράφονται τα ομοφοβικά και τρανσφοβικά περιστατικά, αυτά παραμένουν αόρατα σε όλους εκτός από τους ανθρώπους που τα υφίστανται. Η μη καταγραφή οδηγεί στην ανυπαρξία στοιχείων και συνεπώς στην απροθυμία δράσης από τα αστυνομικά όργανα, τους νομοθέτες και τους αξιωματούχους. Η έλλειψη στοιχείων περιορίζει τη δυνατότητα να καταγραφεί το εύρος τέτοιων περιστατικών, καθώς και τον χρόνο και τον τόπο, όπου λαμβάνουν χώρα αυτά τα περιστατικά ή το προφίλ των δραστών και των θυμάτων. Κατά συνέπεια, περιορίζονται δραστικά και οι δυνατότητες πρόληψης. Επίσης, τίθενται εμπόδια στο να προχωρήσουν διαδικασίες εναντίον των δραστών, που συνήθως είναι πολύ συγκεκριμένοι (ακροδεξιοί και υπερσυντηρητικοί) και στην ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών για την βελτίωση της κατάστασης. Έτσι, δεν αφυπνίζονται ούτε οι υπεύθυνοι, ούτε και οι πολίτες και δεν αποκτά την κατάλληλη συνείδηση η κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι η έλλειψη νόμων, η «νομιμοποίηση» των εγκλημάτων μίσους, της ομοφοβίας και της τρανσφοβίας και η δημιουργία κλίματος ατιμωρησίας για τους δράστες. Ακόμα, το δικαστικό σύστημα (δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόροι, κτλ) δεν αποκτά συνείδηση για την βία κατά των lgbt και δεν δημιουργείται το απαραίτητο μέτωπο κατά της βίας εντός της ελληνικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτό είναι κεφαλαιώδους σημασίας να καταγράφονται ή ακόμα και να καταγγέλλονται τα εγκλήματα μίσους, ώστε να αποκτήσει ορατότητα το θέμα της βίας κατά των lgbt (λεκτικής, σωματικής, ψυχολογικής), να ενισχυθεί η lgbt κοινότητα και να στηριχθούν οι προσπάθειες που συνηγορούν υπέρ της προστασίας των lgbt. Σαφώς, η θετική αλλαγή με την καταγραφή αυτών των περιστατικών δεν θα έρθει άμεσα, αλλά σε βάθος χρόνου. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται αφοσίωση και πίστη σε αυτή την προσπάθεια.

5. Τελικές παρατηρήσεις
Πολλές φορές τα εγκλήματα μίσους δεν αναφέρονται και έτσι παραμένουν άγνωστα σε εθνικούς, ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς και παράγοντες. Αυτό οφείλεται κυρίως στο φόβο. Τα θύματα φοβούνται αρνητικές αντιδράσεις της αστυνομίας*, ότι θα αποκαλυφθεί ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός, ότι θα χρειαστεί να εμφανιστούν ως λεσβίες, gay ή αμφί δημοσίως (δικαστήριο, media, αστυνομικό τμήμα, κτλ), ότι δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι μηχανισμοί που θα αναγνωρίσουν τα κίνητρα μίσους των δραστών, ότι οι δράστες θα μείνουν ατιμώρητοι, ότι δεν αξίζει τον κόπο η ταλαιπωρία, ότι η όλη διαδικασία θα συμβάλλει στην επιδείνωση του ψυχολογικού φορτίου που φέρουν λόγω του ομοφοβικού ή τρανσφοβικού περιστατικού που βίωσαν. Οι ίδιοι φόβοι υφίστανται και για τους μάρτυρες των εγκλημάτων μίσους. Όλοι αυτοί οι φόβοι είναι υπαρκτοί αλλά σε ένα σημαντικό βαθμό αβάσιμοι. Υπάρχουν τρόποι να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια, ώστε να καταγραφούν τα εγκλήματα μίσους, χωρίς τα θύματα να αποκαλυφθούν, να ταλαιπωρηθούν ή να υποστούν κάποια άλλη αρνητική επίπτωση.
Με το θέμα των εγκλημάτων μίσους πρέπει να ασχοληθούν σοβαρά επαγγελματίες από πολλές διαφορετικές ειδικότητες, όπως δικηγόροι, δικαστικοί, εισαγγελείς, η αστυνομία, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, ο Συνήγορος του Πολίτη, ο Συνήγορος του Παιδιού, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και μη κυβερνητικές οργανώσεις. Φυσικά, πρέπει να υπάρξει κατάλληλη εκπαίδευση όλων, σχετικά με τις διεθνείς πολιτικές και νομικές υποχρεώσεις της Ελλάδας και τον ρόλο που έχουν να παίξουν στην πρόληψη και την καταστολή των εγκλημάτων μίσους, την ενημέρωση της κοινής γνώμης, την συγκέντρωση στοιχείων, την σωστή διαχείρισή τους και την αποστολή τους στους κατάλληλους διεθνείς και τοπικούς φορείς. Ειδικά για την αστυνομία, λόγω του σημαντικού της ρόλου, πρέπει να υπάρχει εκπαίδευση στην σχολή αστυνομικών και ειδική, επίσημη υπηρεσία της αστυνομίας για την εξέταση των εγκλημάτων μίσους. Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο οι προαναφερθέντες παράγοντες να αλληλο-ελέγχονται. Το κυριότερο όλων θεωρούμε ότι είναι η ενίσχυση (χρηματική, ηθική, κτλ) της κοινωνίας των πολιτών, καθώς είναι πιο κοντά στις κοινότητες των ανθρώπων που το κράτος οφείλει να προστατεύσει.
Θα ήταν καλό να υπάρχει συνεργασία μεταξύ της αστυνομίας και των πανεπιστημίων ώστε να χαρτογραφηθεί το προφίλ τόσο των δραστών όσο και των θυμάτων εγκλημάτων μίσους, αλλά και να συλλεχθούν στατιστικά στοιχεία σχετικά με αυτά τα εγκλήματα. Με την πληροφόρηση αυτή οι αστυνομικές αρχές θα ξέρουν ποιους, πότε, πού και τι να προσέξουν και θα υπάρξει πραγματική πρόληψη.
Τα θύματα των εγκλημάτων μίσους, εφόσον αυτό χρειάζεται, πρέπει να στηρίζονται ψυχολογικά και να έχουν πρόσβαση σε συμβούλους, ώστε να επανακτήσουν αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση και να ξέρουν τα δικαιώματά τους, για να έχουν το θάρρος να καταγγείλουν τα εγκλήματα και τους εγκληματίες. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για μάρτυρες, ώστε να παρουσιάζονται σε σχετικές δίκες χωρίς να φοβούνται. Αυτοί οι φόβοι βέβαια, θα μπορούσαν να μετριαστούν αν οι καταγγελίες δεν χρειαζόταν να γίνουν σε αστυνομικά τμήματα, αλλά σε ένα ουδέτερο μέρος ή φορέα, όπως μια μη κυβερνητική οργάνωση. Εκεί θα μπορούν να ενημερώνονται σχετικά και να μαθαίνουν ποια στάδια μπορούν να ακολουθήσουν αν θέλουν να προβούν σε καταγγελία ή να κάνουν αναφορά.
*Ο φόβος αφορά πολύ συχνά την αστυνομία. Ένα θύμα φοβάται ότι θα εκτεθεί σε ομοφοβία ή τρανσφοβία από την αστυνομία ή ότι θα υποστεί αρνητική μεταχείριση λόγω των σεξουαλικών πρακτικών του ή του τρόπου ζωής που ακολουθεί. Μπορεί να είχε προηγούμενη αρνητική εμπειρία με την αστυνομία ή μπορεί να φοβάται ότι θα διωχθεί το ίδιο για παρανομία σε περίπτωση που το θύμα έκανε cruising όταν υπέστη το έγκλημα μίσους, δηλαδή για προσβολή της δημοσίας αιδούς